15.9.23

Τέλος Πάντων

 Τέλος Πάντων 


  Η λευκή σελίδα στο πρόγραμμα του υπολογιστή στεκόταν μπροστά μου ανυπέρβλητη σαν μαρμάρινο βουνό. Ο κέρσορας αναβόσβηνε ρυθμικά περιμένοντας να ανταποκριθεί στις εντολές μου, αλλά δεν είχα καμία εντολή να δώσω.

  Ο Νίτσε δεν είχε πει ότι όταν κοιτάς την άβυσσο σε κοιτάζει και εκείνη πίσω; Δε θυμάμαι. Όμως όποιος κι αν το είχε πει μάλλον δεν εννοούσε την άβυσσο που κρύβει μία λευκή σελίδα.

  Ήθελα να γράψω. Ω ήθελα να γράψω για τόσα πολλά που οποιαδήποτε προσπάθεια να αποτυπώσω τις σκέψεις μου σε μία σελίδα, φαινόταν ανούσια.

  Ήθελα να γράψω για τον Χρόνο που δεν αρχίζει, δεν τελειώνει, δεν υπάρχει καν αλλά όλο τρέχουμε πίσω του.

  Ήθελα να γράψω για το θάνατο πού είναι το μόνο σίγουρο στοίχημα σε αυτή τη ζωή. Για το θάνατο που μπορεί να σταματήσει το χρόνο και που αν δεν υπήρχε, η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα.

  Ήθελα να γράψω για το Θεό, τους Θεούς, τη Δύναμη που διαπνέει το Σύμπαν και ενώνει τα πάντα σε ένα κύκλο Δημιουργίας και Καταστροφής και για τις θρησκείες που δεν έχουν σχέση με το Θεό.

  Ήθελα να γράψω.

  Η σελίδα παρέμενε λευκή. Κι εγώ εδώ και καιρό παρέμενα να κοιτάω μία λευκή σελίδα που με κοιτούσε πίσω με την άσπιλη (εκτός ίσως από το σημάδι του κέρσορα) λευκότητα της. 

  Λευκή σαν το θόρυβο από παρασιτικές σκέψεις που επικρατούσε στο κεφάλι μου, που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με την προσπάθειά μου να γράψω. “Πεινάω”.

  Σηκώθηκα, πήγα μέχρι την κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο μηχανικά ενώ ήξερα ότι δεν θα βρω τίποτα μέσα, πήρα το μπουκάλι με το νερό και έβαλα ένα ποτήρι. Το ήπια σκεπτόμενος.

  Τώρα; Μήπως να γράψω για την Πείνα; Μπα. Το έχει κάνει ήδη ο Κνουτ Χάμσεν και μάλλον πολύ καλύτερα από ότι θα το έκανα εγώ. Ναι, ωραία. Και τι τρώμε;

  Πήρα στα χέρια μου το τηλέφωνο να βρω κάτι να παραγγείλω. Έβαλα την παραγγελία (μετά από αρκετή ώρα είναι η αλήθεια, αφού δεν μπορούσα να αποφασίσω τι θα φάω και αφού μπήκα στο Facebook και λούστηκα ένα κάρο άχρηστες πληροφορίες και κατέληξα να χαζεύω χαριτωμένα γατάκια. Μετά ξανακάθισα μπροστά από τον υπολογιστή.

  Η σελίδα παρέμενε λευκή σαν το απάτητο χιόνι. "Μη τρως κίτρινο χιόνι"

  Δεν είναι δυνατόν! Τι σόι συνειρμός είναι αυτός; Πώς στο διάολο θα γράψω οτιδήποτε σε αυτή την κατάσταση; "Κνουτ Χάμσεν ή Χάμσουν; Πρέπει να το γκουγκλάρω”.

ΣΤΑΜΑΤΑ!!! "Γιόχαν Κρόιφ" ΓΙΑΤΙ;

  Γαμώ την αγανάκτηση δηλαδή. Συγκεντρώσου.

  Η σελίδα παρέμενε λευκή. Άναψα ένα τσιγάρο μπας και καλμάρω. "Ωραίος στίχος" . Πάψε.

  Έπιασα την κούπα με τον καφέ. Τον είχα ήδη πιει. "Νες καφέ φραπέ. Τον ήπιες" . Μμμμ ωραία διαφήμιση...

  Σκατά. Τώρα πρέπει να φτιάξω καφέ, δεν μπορώ να καπνίζω χωρίς να έχω κάτι να πιω.

  Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ και στο εν τω μεταξύ ήρθε το φαΐ όταν είχα ξεχάσει την πείνα μου. Πήρα την πίτσα και τον καφέ και πήγα με το τσιγάρο στο στόμα μπροστά στον υπολογιστή. Η σελίδα παρέμενε λευκή. Εκνευριστηκά λευκή. Με έναν εκνευριστικό κέρσορα πού αναβόσβηνε ειρωνικά σαν να έλεγε, "Έλα. Περιμένω. Ακόμα; Έλα. Περιμένω. Ακόμα;"

  “Ζεσταίνομαι”. Μάλλον από την ένταση θα 'ναι.

  Πήγα και άνοιξα το παράθυρο, έκατσα πάλι μπροστά από τον υπολογιστή και πήρα ένα κομμάτι πίτσα. Η σελίδα παρέμενε λευκή.

  Την κοιτούσα αδιάφορος πλέον, μασώντας την πίτσα αφού μία βασική μου ανάγκη είχε καλυφθεί. Μια άλλη μου ανάγκη, η ανάγκη να γράψω, καλυπτόταν πίσω από την πρώτη.

  Ξαφνικά, μάλλον λόγω της μυρωδιάς της πίτσας, εισέβαλε από το ανοιχτό παράθυρο, ο Σατανάς ο ίδιος. Ο Άρχοντας των Μυγών.

 Μια μύγα τόσο τεράστια που προκαλούσε τόσο δέος όση και απέχθεια.

  Εισέβαλε φουριόζα, έκανε μία νευρική γύρα στο δωμάτιο, περνώντας ξυστά από τα αυτιά μου,  βουΐζοντας πιο δυνατά και από το ψυγείο, έκανε ένα γρήγορο πέρασμα πάνω από το νεροχύτη και προσγειώθηκε για να τρίψει τα πόδια της πάνω στο ποτήρι με τον χθεσινό ξεραμένο καφέ.

  Άφησα τη μισοφαγωμένη πίτσα πάνω στο γραφείο και σηκώθηκα αργά χωρίς να τη χάσω από τα μάτια μου. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. "Ή εγώ ή αυτή".

  Κινήθηκα όσο πιο αργά μπορούσα, διέσχισα προσεκτικά το σαλόνι, μέχρι που έφτασα στην κουζίνα κοντά στην κρεμάστρα για τις χειροπετσέτες. Από πάνω ήταν η μυγοσκοτώστρα.

  Άγγιξα τη μυγοσκοτώστρα με τα ακροδάκτυλά μου και ο Δαίμονας των Δίπτερων φάνηκε πώς το αντιλήφθηκε και γύρισε να με κοιτάξει απειλητικά.

  Είχα πλέον την μυγοσκοτώστρα στα χέρια μου. Δε φοβόμουν τίποτα. Σ' έχω. Θα σε...

  Η Πληγή του Φαραώ εκσφενδονίστηκε από το ποτήρι με τον ξεραμένο καφέ και με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατευθύνθηκε κατά πάνω μου σαν καμικάζι αυτοκτονίας.

"Ω να σου γ..."

  Με έναν ελιγμό αποφυγής και μία άκυρη απόκρουση με τη μυγοσκοτώστρα που έκανε ένα ωραίο "σουιςςςς" σαν καράτε στον αέρα, ο Ανελέητος Σιφου Δάσκαλος των Μυγών έκατσε πάνω στην οθόνη του υπολογιστή όπου δέσποζε η σελίδα (που παρέμενε λευκή), εποφθαλμιώντας την μισο φαγωμένη πίτσα, αδιαφορώντας πλήρως για μένα που ανασυντασσόμουν στην άλλη άκρη του δωματίου με τη μυγοσκοτώστρα.

  Η Εκδίκηση των Σκατών έτριβε και πάλι τα πόδια της.

  Η σελίδα παρέμενε λευκή.

  Πλησίασα αργά.

  Λίγο ακόμα. Λίιγο. Νννναι;

  ΠΑΦ!!!

  Η σελίδα δεν ήταν πλέον λευκή.

  Μία σελίδα με μία μαύρη κηλίδα είναι καλύτερη από μία λευκή σελίδα.

Ε;

Ναι.

  Τέλος πάντων...


Δεν υπάρχουν σχόλια: