31.5.24

Πρέπει να κόψω το κάπνισμα


 Σήμερα ξύπνησα από μόνος μου, χαράματα. Το λιγοστό φως που έμπαινε από τις κατεβασμένες γρίλιες ήταν αρκετό για να με αφυπνίσει. Άνοιξα τα μάτια και το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν ότι είμαι πιασμένος. Ο σβέρκος μου ήταν άκαμπτος και η πλάτη μου πονούσε.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι με κόπο. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και μετά πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το παράθυρο. Ήταν αρκετά νωρίς και ο ήλιος κρυβόταν ακόμα πίσω από τις κορυφές των τσιμεντένιων κτιρίων, αλλά το φως που ήδη σκόρπιζε ήταν περίεργο.
Ήθελα να βγω από το σπίτι. Δεν υπήρχε λόγος να κάτσω εδώ, αλλά δεν είχα και τίποτα να κάνω έξω. Αποφάσισα να βγω και να περπατήσω μέχρι τουλάχιστον να βγει ο ήλιος.
Ντύθηκα, πήρα τα μαύρα μου γυαλιά, βγήκα στο δρόμο, και άρχισα να περπατάω. Περπατούσα αρκετή ώρα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω ούτε μια σκέψη που να βγάζει νόημα και χωρίς να το καταλάβω είχα φτάσει στην πλατεία.
Στάθηκα για λίγο στην άκρη του δρόμου πριν περάσω απέναντι. Στην πλατεία άνθρωποι περιφέρονταν άσκοπα σαν ζόμπι και παρατηρώντας τους προσεκτικά μπορούσε κανείς να δει την απουσία σκοπού και νοήματος στην κίνησή τους. Διέσχισα το δρόμο και περνώντας μέσα από ένα παρτέρι με ξεραμένα και ποδοπατημένα αγριόχορτα, προσπάθησα να βρω μια σκιά που θα μπορούσα να κάτσω για λίγο. Να κάνω ένα τσιγάρο. 
Ο ουρανός είχε ένα βαθύ πορτοκαλοκίτρινο χρώμα και ο αέρας ήταν βαρύς και υγρός. Τα πάντα είχαν πάρει αυτή την αρρωστημένη απόχρωση που έπεφτε σαν πέπλο πάνω στα δέντρα, στα παγκάκια, στο τσιμέντο, στο ξερό χώμα αφήνοντας να φανεί μόνο μια ανάμνηση των πραγματικών χρωμάτων που θα έπρεπε να είχαν τα πράγματα.
Κοίταξα κατάματα μέσα από τα μαύρα γυαλιά μου τον ήλιο, που πλέον είχε ανέβει αρκετά ψηλά, και μέσα από τα παχιά και σκούρα πορτοκαλοκίτρινα σύννεφα, είδα έναν τέλειο δίσκο. Έμοιαζε με μια πάλλευκη φωτεινή τρύπα στον πορτοκαλί ουράνιο θόλο.
Ένιωσα την ανάγκη να πάρω μια βαθιά ανάσα αλλά η υγρασία έκανε τα πνευμόνια μου να συσπαστούν βίαια και ένας παρατεταμένος θωρακικός βήχας ξεκίνησε ανεξέλεγκτος. Μετά από κάποια αγωνιώδη δευτερόλεπτα έφτυσα μια ζελατινώδη, μπεζ και συμπαγή μάζα, γεμάτη σάλια που ανέβηκε με κόπο από κάπου βαθιά μέσα μου. Η μάζα έπεσε στην ζεστή άσφαλτο και διατήρησε το σχήμα της. Ο έντονος βήχας μου, τράβηξε την προσοχή των ζόμπι.
Μερικά βγήκαν από την απάθειά τους και κατευθύνθηκαν προς το μέρος μου άσκοπα. Οι υπόλοιποι προσυλώθηκαν στην μπεζ μάζα που είχα μόλις φτύσει. Η ένταση στο βλέμμα τους ήταν σχεδόν χειροπιαστή, σαν να προσπαθούσαν να μετακινήσουν τηλεπαθητικά τη μάζα. Κι άλλα ζόμπι πλησίασαν αθόρυβα και τώρα είχαν σχηματίσει έναν κλοιό περίπου δύο μέτρα γύρω μου.
Ο βήχας με είχε αφήσει σκυφτό και εξουθενωμένο, να στηρίζομαι με τις παλάμες μου στα γόνατά σαν να θέλω να αδειάσω το περιεχόμενο του άδειου στομαχιού μου, καθώς προσπαθούσα να πιάσω μιαν ανάσα ανάμεσα σε σπασμωδικά ξεσπάσματα βήχα με τη συχνότητα μετασεισμών. Τα μάτια μου είχαν δακρύσει και μύξες γλίστρησαν και μου έγλειψαν το σαγόνι όταν τελικά κατάφερα να σηκώσω κεφάλι.
Είχα βγάλει τα γυαλιά και ασυναίσθητα κοίταξα ξανά τη φωτεινή τρύπα πάνω από τα κεφάλια μας. Έμοιζε να σαλεύει μέσα από μαυροκίτρινες τολύπες από αραχνοϋφαντα σύννεφα που διέσχιζαν βιαστικά τον μεσημεριανό ουρανό.
Σκούπισα το πρόσωπό μου από τα σάλια και τις μύξες με την ανάστροφη του χεριού μου και κοίταξα κάτω την μπεζ μάζα που είχε βγει από μέσα μου και βρισκόταν ανάμεσα σε μένα και τον κλοιό των ζόμπι. Κάποιοι από αυτούς συνέχιζαν να κοιτάνε επίμονα τη μάζα, ενώ άλλοι αποχωρούσαν αδιάφοροι. Άλλοι κοιτούσαν ακίνητοι τον ήλιο μέσα από το πέπλο της κίτρινης σκόνης, ενώ πιο μακριά, άλλοι διέσχιζαν την πλατεία άσκοπα. Κάποιοι λίγοι είχαν την προσοχή τους σε μένα.
Λίγο πριν βρω τη δύναμη να συνεχίσω κι εγώ την άσκοπη πορεία μου, παρατήρησα ότι η φωτεινή τρύπα στον ουρανό φαινόταν να ευθυγραμμίζεται σιγά σιγά με τη μπεζ μάζα. Η μάζα είχε ψηθεί στον καυτό ήλιο και έμοιαζε πλέον καθαρή και ολοστρόγγυλη. Σχεδόν πολύτιμη.
Η συννεφιά είχε παραμερίσει όταν ο ήλιος ευθυγραμμίστηκε με τη μάζα και ο αέρας βάρυνε ακόμα περισσότερο με την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας. Κίτρινη σκόνη παρασέρνονταν από περιστασιακά κύματα αέρα και κολλούσε στα ιδρωμένα πρόσωπά μας.
Ξαναέβαλα τα γυαλιά μου.
Ότι κι αν ήταν αυτό που είχα φτύσει, κινήθηκε αργά και σηκώθηκε λίγα εκατοστά από το έδαφος. Μετά άρχισε να αιωρείται με σταθερή ταχύτητα και κατεύθυνση προς τον φωτεινό δίσκο, διαπερνώντας την κίτρινη σκόνη που στροβιλίζονταν αιθέρια στα απόνερα της ανοδικής του πορείας, μέχρι που χάθηκε στο κέντρο του σαν να το κατάπιε.
Σκέφτηκα να πάω στο γιατρό, αλλά ήξερα τι θα μου πει.
Να κόψω το κάπνισμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: