4.11.15

Σταδίου (& Ομήρου γωνία)

Ένα μικρό διήγημα που έγραψα στα πλαίσια ενός διαγωνισμού που είχε διοργανώσει ο Ιανός. Ήταν τότε που η Αθήνα καιγόταν συχνά. Τότε που ακόμα δεν είχαμε μουδιάσει εντελώς από το "δόγμα του σοκ" και υπήρχε ακόμα κουράγιο για να βγεις στους δρόμους...




ΣΤΑΔΙΟΥ
(& ΟΜΗΡΟΥ ΓΩΝΙΑ)





«Που πας?»
Η ηλεκτρισμένη ματιά που της έριξε θα μπορούσε να την τινάξει στον αέρα. Αλλά ήταν συνηθισμένη. Ο Αλέξης, έτσι ήθελε να τον φωνάζει, κάποτε ήταν απλά «το μωρό της». Τώρα πλέον είχε χάσει την αθωότητα και την αγάπη από μέσα του και τα μάτια με τα οποία την κοίταζε, ήταν μονίμως σκληρά.
«Να προσέχεις…» του είπε με εκείνο το κενό βλέμμα που ήταν η μόνη της άμυνα και τα λόγια της χτύπησαν απότομα στην πόρτα που έκλεισε με πάταγο πίσω του. Αν και φαινόταν ότι δεν την άκουγε, ήξερε ότι όσα του έλεγε αντηχούσαν μέσα του σα προσευχή. Ήξερε ότι βγαίνοντας από την πόρτα θα ήταν προσεχτικός. Ήταν καλό παιδί.
«Τι ασχολιέσαι?» Έκρωξε με τη βαριά από τον τσιγαρόβηχα φωνή, σηκώνοντας το θολό του βλέμμα από την εφημερίδα και κοιτάζοντας την πόρτα και τη γυναίκα του με την ίδια απαθή απέχθεια. «Θα πάει να συναντήσει πάλι εκείνο τον αλήτη, τον ξεφτιλισμένο, τον κωλοεβραίο, τον Άγγελο. Γαμώ τη φάρα του…» πρόσθεσε απευθυνόμενος στον αέρα με ύφος χιλίων αυτοδίκαιων καρδιναλίων.
Το κενό της βλέμμα εστίασε στο γερασμένο πρόσωπό του και αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά πώς κατάφερε αυτός ο άνθρωπος να ποτιστεί με τόσο μίσος.
Χωρίς να πει κουβέντα, γύρισε στην τηλεόραση που οι εύπεπτες εικόνες και οι ασήμαντες αερολογίες γέμιζαν με τον ήχο τους το δωμάτιο και έκαναν ακόμα χειρότερη την παγωμένη σιωπή που επικρατούσε μεταξύ τους.

Το πρώτο φως της μέρας φανέρωνε έναν αλύγιστο ουρανό στο χρώμα της καταχνιάς της ψυχής του. Αυτός ο χειμώνας είχε εξελιχθεί στο χειρότερο της μέχρι τώρα ζωής του. Η μυρωδιά της ανθισμένης νεραντζιάς που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και του φρέσκου καφέ που μόλις είχε φτιάξει, δεν ήταν αρκετά για να του δώσουν κουράγιο να συνεχίσει. Θα το έβρισκε όμως, σφίγγοντας τα δόντια. Αυτό έκανε από τη μετάθεση μέχρι σήμερα. Αυτό έκανε από την αποβολή μέχρι σήμερα. Αυτό έκανε από τότε που ένιωσε αυτή την αναθεματισμένη κρίση να χαϊδεύει με τα μακριά, σκελετωμένα από τη λιτότητα δάχτυλά της, τη ζωή του.
Σκεφτόταν τη σημερινή βάρδια, πίνοντας μετρημένες γουλιές από το ζεστό καφέ, όταν μπήκε στην κουζίνα, αναμαλλιασμένη από τον ύπνο, η Χαρά.
Την κοίταξε με ένα κουρασμένο χαμόγελο και την ελπίδα να του πει μια κουβέντα.
«Καλημέρα…»
Δεν του έδωσε σημασία. Είχε να ασχοληθεί μαζί του από την αποβολή, λες και ήταν υπεύθυνος. Η παρουσία του είχε αποκτήσει την ίδια βαρύτητα με ένα ομιλών έπιπλο. Συνέχισε την πρωινή της ρουτίνα, και όποτε έπρεπε να ανταποκριθεί με μια κίνησή του στις δικές της, όπως το να κάνει στην άκρη για να ανοίξει το ψυγείο, στεκόταν μπροστά του αμίλητη περιμένοντας να καταλάβει τηλεπαθητικά τις προθέσεις της.
Σκέφτηκε ότι το να σπάσει στο ξύλο μερικούς διαδηλωτές σήμερα, δε θα τον έβγαζε από την κόλαση που ζούσε. Το αντίθετο μάλιστα. Μετά από το σημερινό θα είχε να αντιμετωπίσει πέρα από την προσωπική του κόλαση και την κατακραυγή της κοινωνίας.

Ο Άγγελος τον περίμενε καθισμένος με τα πόδια πάνω στο παγκάκι, φορώντας εκείνο το πονηρό χαμόγελο που κανείς δε μπορούσε να μαντέψει τί υπονοούσε. Ήταν τόσο υποχθόνιο και χαρωπό που θα μπορούσε να σημαίνει από «μια κουβέντα ακόμα και σε γάμησα» μέχρι «πολύ χαίρομαι που σε βλέπω». Ίσως αυτό το χαμόγελο να είχε πυροδοτήσει όλες αυτές τις ιστορίες που ακούγονταν για εκείνον. Ίσως πάλι όλες οι ιστορίες που είχε ακούσει να ήταν αλήθεια.
Ήταν περίπου έξι μήνες που τον είχε γνωρίσει, από εκείνη τη μέρα των επεισοδίων με τους αλλοδαπούς που είχαν ψάξει άσυλο στη σχολή του, και το μόνο που είχε μάθει από τότε για εκείνον, ήταν το όνομά του. Άγγελος. Ούτε καν επίθετο. Ό,τι άλλο ήξερε, ή τέλος πάντων όσα νόμιζε ότι ήξερε, ήταν απλά ιστορίες.
Είχε ακούσει ότι είχε πάρε δώσε με διοικητή συγκεκριμένου αστυνομικού τμήματος, που το Εσωτερικών Υποθέσεων το επισκεπτόταν συχνά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, και χωρίς να μαθαίνει κανείς τις συγκεκριμένες επισκέψεις.
Είχε ακούσει ότι ήταν κολλητός με τον υπαρχηγό του πυρηνάρχη του μεγαλύτερου πυρήνα ακροδεξιών των δυτικών προαστίων και ότι στη δολοφονία του παιδιού στο Κερατσίνι ήταν εκεί, χαμογελώντας από απόσταση.
Η ηλικία του ήταν ακαθόριστη, κάτι μεταξύ εικοσιπέντε και σαρανταπέντε και έτσι δε φαινόταν καθόλου απίθανο που ακουγόταν ότι είναι ο φερόμενος ως συγγραφέας για πολλές προκηρύξεις των «Πυρήνων της Φωτιάς», της «Σέχτας Επαναστατών», της «17 Νοέμβρη», του «Επαναστατικού Αγώνα», της «Ομάδας Λαϊκών Αγωνιστών», της «Φράξιας Ενιαίο Μέτωπο Αντικαπιταλιστικής Αναδιοργάνωσης» και μερικών φυλλαδίων για τους Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας.
Σήμερα θα του έδινε όπλο.
«Που είσαι ρε κωλόπαιδο?» του είπε με μάτια που γυάλιζαν έξυπνα και εξέταζαν κάθε λεπτομέρεια πάνω και γύρω του.
«Δεν άργησα…» απάντησε ο Αλέξης κοιτώντας το ρολόι του. «Τι λέει? Οκ?»
«Καλά ρε μαλάκα. Ήθελα να δω όμως ΕΣΥ πως θα ήσουν, αν σε είχα στημένο τόση ώρα με το «εργαλείο» στην τσέπη.»
«Έλα ρε Άγγελε. Δέκα λεπτά άργησα.»
«Σε δέκα λεπτά πόσοι ΔΙΑΣ με κόζαραν ξέρεις?»
«Ώχου ρε Άγγελε. Όρεξη έχεις? Αφού ξέρω ότι εσύ δεν έχεις ανάγκη.»
«Έχεις εσύ ρε μαλάκα όμως.» Το βλέμμα του ήταν σκληρό αλλά είχε κάτι το μυστηριώδες ελκυστικό. Ο Αλέξης χαμήλωσε τα μάτια και ξεφύσησε.
«Να σου πω…»
Σήκωσε το βλέμμα.
«Είσαι σίγουρος ρε μαλακισμένο?»
Ο Αλέξης δεν απάντησε. Τι θα μπορούσε να του πει? «Δεν είμαι σίγουρος αλλά δε μπορώ να κάνω πίσω τώρα…»? Αφού του το είχε υποσχεθεί θα το έκανε. Άσχετα από το αν την υπόσχεση του την είχε αποσπάσει με τρόπο που θα έκανε ιεροεξεταστή να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί σε μαθήματα marketing και διπλωματίας. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ωραία. Το σχέδιο το ξέρεις. Μόλις ρίξεις τις προειδοποιητικές θα σε ακολουθήσω προς Σταδίου και πριν την Αμερικής που θα είναι στημένοι οι δικοί μας, μου δίνεις το… μέσα στο χαμό και καθάρισες…»
«Οκ.» Ήθελε να τον ρωτήσει «Τι θα το κάνεις» αλλά δε τολμούσε. Δεν είχε νόημα άλλωστε. Τί μπορεί να χρησιμεύσει ένα «καθαρό» όπλο σε μια διαδήλωση? Δεν ήθελε και πολύ φαντασία.
«Άντε λεβέντη. Τα λέμε σε λίγο…» του είπε χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο, κλείνοντας του πονηρά το μάτι και φεύγοντας με τη σβελτάδα γυμναστή και τη χάρη αρπακτικού.

Το κράνος του, από τη ζέστη και τον ιδρώτα, είχε μετατραπεί σε όργανο βασανιστηρίου. Στην αριστερή πλευρά, κόκκινη μπογιά του περιόριζε το οπτικό πεδίο. Στη δεξιά το πλαστικό είχε γδαρθεί από μια κοτρώνα που τον είχε βρει ξόφαλτσα, λίγο πριν φορέσουν τις αντιασφυξιογόνες και τους πλακώσουν στα χημικά.
Αν και φορούσε τη μάσκα, η μυρωδιά των χημικών, των καμένων λάστιχων και των μολότοφ, τον έπνιγε. Η φασαρία από τα συνθήματα, τις σειρήνες και τις αλλεπάλληλες εκρήξεις από τα όπλα πλαστικών σφαιρών και των χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, αντηχούσαν στα αυτιά του σα να βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα και του προκαλούσε ναυτία. Έσφιγγε όμως τα δόντια και το κλομπ και χτυπούσε όποιον πλησίαζε.
Μέσα από τους καπνούς και το περιορισμένο οπτικό του πεδίο, είδε τον αλήτη που έβγαζε όπλο. Από ένστικτο φώναξε «όπλο», αλλά μέσα στον πανικό αμφέβαλλε αν τον άκουσε κανείς, και ταυτόχρονα παραξενεύτηκε που το κωλόπαιδο προχωρούσε σαν υπνωτισμένο ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος, λίγο πριν τον δει να πυροβολεί. Φοβήθηκε για τα χειρότερα.
Το πλήθος στιγμιαία πάγωσε και αμέσως αραίωσε σκορπίζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Ο ύποπτος σάστισε και αυτός από τον αντίκτυπο που είχαν στο πλήθος μερικές αληθινές πιστολιές στον αέρα και φάνηκε ότι δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει «σιδερικό». Για δυο δευτερόλεπτα έμεινε να κοιτάζει γύρω του και μαζεύοντας το όπλο, εξαφανίστηκε προς τη Σταδίου.
Αδιαφορώντας για τις διαταγές του, που ήταν να παραμείνει στη Βασιλέως Γεωργίου με την υπόλοιπη διμοιρία, έτρεξε ξοπίσω του.

Η αδρεναλίνη χτυπούσε στα μηνίγγια του πιο δυνατά και από τα σφυριά της επανάστασης. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από ανθρώπους που έτρεχαν αλλοπρόσαλλα, κρατώντας στο πρόσωπό τους βρεγμένα μαντήλια, φορώντας κασκόλ “ιντιφάντας”, κράνη μηχανής και αντιασφυξιογόνες μάσκες.
Μια μικρή συμμορία φάνηκε να πλησιάζει προς το μέρος του, κρατώντας μαδέρια, σφυριά και σπασμένα μάρμαρα και ανάμεσά τους αναγνώρισε τον Άγγελο από το δερμάτινο μπουφάν σε στυλ αμερικανικής αεροπορίας. Έτρεξε προς τα εκεί και η συμμορία τον περικύκλωσε. Η ανταλλαγή έγινε γρήγορα και αόρατα.
Μόλις έδωσε το όπλο στον Άγγελο, έφυγε τρέχοντας προς την Αμερικής και φτάνοντας στην Πανεπιστημίου, η βιαιότητα των επεισοδίων τον ανάγκασε να ξανακατέβει στη Σταδίου ακολουθώντας την Ομήρου. Κοιτώντας πίσω του, είδε έναν μπάτσο με όπλο στο χέρι να τον κυνηγά. Πανικοβλήθηκε.

Μέσα από σπασμωδικές εικόνες και τον ήχο της κοφτής αναπνοής του από την υπερπροσπάθεια, κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον οπλοφόρο και σε μια στιγμή απογοητεύτηκε όταν τον είδε να χάνεται στο πλήθος, περικυκλωμένος από μια ομάδα αναρχικών. Όταν τον είδε να τρέχει και πάλι στην Αμερικής, έβγαλε το όπλο του, νομίζοντας ότι ο αληταράς κρατούσε ακόμα το δικό του και τον ακολούθησε τρέχοντας, σε όλη την Αμερικής, μέχρι που βγήκε Πανεπιστημίου και πάλι πίσω, μέσω Ομήρου, στη Σταδίου.
Τη στιγμή που ο οπλοφόρος πήγαινε να διασχίσει τρέχοντας τη Σταδίου, τον είδε να στροβιλίζεται μακάβρια, να χάνει το βηματισμό του και να σωριάζεται στο δρόμο, ακριβώς στη γωνία με την Ομήρου.
Έτρεξε πίσω του κοιτώντας τριγύρω και πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί, είδε την ανατριχιαστική λίμνη αίματος να δημιουργείται γύρω από το νεαρό. Ήταν τόσο νέος… Τα δελτία ειδήσεων και η λαϊκή οργή είχαν βρει άλλο ένα θύμα που θα πυροδοτούσε τη φωτιά του μίσους, σκέφτηκε και προσπάθησε να προστατεύσει το παιδί που κείτονταν πιθανόν νεκρός μπροστά του, καλώντας ταυτόχρονα από τον ασύρματο για ασθενοφόρο.
Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη του έδειχνε το δρόμο. Λίγο πριν το βλέμμα του ακολουθήσει το δάχτυλο που έδειχνε στο μοναδικό φωτεινό σημείο, καθώς ο κόσμος γύρω του σκοτείνιαζε, είδε τον Άγγελο με το γνωστό χαμόγελο στο πρόσωπό του και ένα όπλο, που ήξερε ποιος του το είχε δώσει, να τον σημαδεύει. Στην αντίθετη κατεύθυνση είδε άλλον έναν μπάτσο, όχι αυτόν που τον κυνηγούσε, να τον σημαδεύει έκπληκτος με το δικό του όπλο.
Έπεσε στο δρόμο με φόρα, άγαρμπα, αλλά δεν ένιωσε πόνο. Είδε στο μπουφάν του δυο τρύπες και κατάλαβε ότι ήταν από δυο σφαίρες. Αδιάφορος, παραδόθηκε στο σκοτάδι και, ανάμεσα στα ακατάληπτα λόγια ενός μπάτσου που στεκόταν από πάνω του και στην οχλαγωγία, το τελευταίο πράγμα που άκουσε ξεκάθαρα, ήταν τα λόγια της μάνας του: «Πρόσεχε»

Αφού κάλεσε ασθενοφόρο και ενισχύσεις, γονάτισε, άφησε την ασπίδα στο πλάι και έπιασε τον παλμό του νεαρού. Πέταξε το κράνος απογοητευμένος. Ένας κόμπος που δεν οφειλόταν στα χημικά, του έσφιγγε το λαιμό σα θηλιά και τον έπνιγε.

«Πόσοι ακόμα?» σκέφτηκε. Κοίταξε γύρω. «Για πόσο ακόμα?»

Δεν υπάρχουν σχόλια: